-
1 δυσκινητος
дор. δυσκίνᾱτος 21) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный(γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.)
2) перен. неповоротливый, вялый(διάνοια Arst.)
3) устойчивый, незыблемый(μόνιμος καὴ δ. Plut.)
4) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
5) несклонный(πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.)
δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. — не подверженный гневу -
2 θαρσος
1) смелость, отвага(θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)
θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. — смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;θ. λαβεῖν NT. — (при)ободриться2) источник бодрости, поднимающая отвагу силаὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей
3) смелый шаг, дерзание(αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.)
4) дерзость, наглость(θ. ἄητον Hom.)
5) назойливость(μυίης Hom.)
-
3 επαγω
(impf. ἐπῆγον, fut. ἐπάξω, aor. 2 ἐπήγαγον; pass.: fut. ἐπαχθήσομαι, aor. ἐπήχθην)1) приводить(τινὰ δεῦρο Eur.; παῖδάς τινος Plut.)
2) приводить, возбуждать, подстрекать(τὸν Πέρσην Her.; τὸ πλῆθός τινι Arst. - ср. 10)
3) вести, предводительствовать(στρατιήν Her.; στρατόν Plut.)
ἐ. τὸ δεξιὸν κέρας Arph. — бросать в бой правый фланг4) (sc. κύνας) идти на охоту, охотиться Xen.ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν Hom. — когда они, охотясь, продвигались вперед
5) (sc. σρτατόν) продвигаться с войском(σιγῇ καὴ σχέδην Plut.)
6) привозить, доставлять(τοὺς λίθους Thuc.; τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Plat.; med. ἐκ θαλάττης Thuc.)
φεῦξίν τινος ἐπάξασθαι Soph. — найти средство спасения от чего-либо7) проводить(τὰ ἐκ τῶν διωρύχων νάματα Plat.; αὔλακα βαθεῖαν Plut.)
8) med. приводить (в виде цитаты), цитировать(μαρτύρια Xen.; ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
μάρτυρα ἐ. τινά Plat., Arst.; — приводить кого-л. в свидетели, ссылаться на чье-л, свидетельство9) наводить, навлекать, приносить(πῆμά τινι Hes.; γῆρας νόσους τε Plat.; κινδύνους τινί Isae.; ταραχὰς καὴ φόβους Plut.)
εὐδίᾳ ἐ. νέφος погов. Plut. — наводить облако на ясный день, т.е. омрачать (чью-л.) радость;αὐθαίρετον αὑτῷ ἐπάγεσθαι δουλείαν Dem. — добровольно отдавать себя в рабство;φθόνον ἐπαγόμενος Xen. — навлекши на себя зависть10) тж. med. убеждать, склонять, понуждать(τινά Hom., Eur., Thuc., τινὰ ἐπί τι Plat., Dem. и τινὰ ποιεῖν τι Eur., med. Thuc.)
ψῆφον ἐπαγαγεῖν τισι Thuc. — провести голосование среди кого-л.;οὔπω ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὴ φυγῆς Xen. — (среди судей) еще не было проведено голосование о его изгнании, т.е. приговор о его изгнании еще не был вынесен;ἐπάγεσθαί τινα ἐπ΄ ὠφελίᾳ Thuc. — призывать кого-л. на помощь;ἐπάγεσθαι τὸ πλῆθος Thuc. — привлекать на свою сторону народные массы (ср. 2);εἰς τέν πρὸς αὑτὸν εὔνοιαν ἐπάγεσθαί τινα Polyb. — снискивать чьё-л. благоволение11) (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить12) прилагать, применятьἐ. πληγήν τινι Plut. — наносить удары кому-л.;ἐ. κέντρον ἵπποις Eur. — подгонять стрекалом коней;ἐ. γνάθον Arph. — пускать в ход челюсти;ἐ. ζημίαν Luc. — налагать наказание;τέν διάνοιαν ἐ. τινί Plut. — размышлять о чем-л.;13) привносить, добавлять(πέντε πάρεξ τοῦ ἀριθμοῦ Her.)
θάττονα ῥυθμὸν ἐ. Xen. — ускорять темп;ἐ. τῷ λόγῳ ἔργον Plut. — присоединять к слову дело;αἱ ἐπαγόμεναι (sc. ἡμέραι) Diod. — дополнительные (вставные) дни14) лог. (умо)заключать по методу индукцииἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὸ καθόλου ἐ. Arst. — заключать от частностей к общему;
συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα Arst. — дедуктивно или индуктивно;πρὴν ἐπαχθῆναι Arst. — прежде, чем будет сделано умозаключение по индукции
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Τουβάλου — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό.Tα νησιά Tουβάλου (πρώην Έλις) περιλαμβάνουν τις ατόλλες (κοραλλιογενή νησιά) Nανουμέα, Nανουμάνγκα, Nιουτάο, Nούι, Bαϊτούπου, Nουκουφετάου, Φουναφούτι, Nουκουλαελάε και Nιουλακίτα,… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… … Dictionary of Greek